Επιλογές από τη βραχεία λίστα του ποιητικού διαγωνισμού Κάτιας Γρηγορίου-Θεοχαράκη
ΑΝΤΙΟΠΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, Συλλογή «Τέττιξ ο ψυθιριστής»
ΞΑΝΑΡΑΜΕΝΟΣ ΡΑΦΤΗΣ
Λατρεία για φωτογραφίες
από παλιές πληγές
δαγκώματα καρχαρία
ενώνουν πλάτη και κοιλιά
βελόνια βελονιά
φιληδονία για τρίλιες
για σπασμένα αυγά πουλιών
μια καρδιά να χτυπήσει
στο στομάχι σου
τόση ηδονή δεν την αντέχει
η μη μου άπτου τσαπερδόνα
η κομψή ουσία η φερομένη ως αιώνια
η ύλη της βρωμάει
αλλάζει ενδύματα
αντιγόνη φαουστ σπορέας
Ηλίθιος χείρων
πάντα ο Πάνας την ξυπνάει
απ’ όνειρα γυμνά και μ’ αίμα
σε μικροβιολογικά εργαστήρια
μάταια αθανασία εφευρίσκει
απορεί η ταπεινώτρια της σήψης
το θαύμα του αηδονιού δε το προσέχει
πως σταματούν όλα μαζί τα τζιτζίκια
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, Συλλογή «Ανεμώνες και Ποντικοπαγίδες»
ΕΡΙΝΥΕΣ
Η φτώχεια μου-τι άλλο;- άλλοθι αμάχητο
με ανάγκασε να εκπορνεύσω παλιές μου αγάπες
για μιά θέση στον ήλιο, αντί πινακίου φωτός.
Για να διπλασιάσω τους οικτίρμονες οβολούς μου
Μαζί με τη κρυφή μου πεντάτευχο,
Έθεσα υπό έλεγχο κάθε αναρχικό μου τροπισμό,
βυθίστηκα στα τέλματα παλαιού σταθμού τραίνων,
υποχρεώθηκα να αναπνέω με χωνί
φτιαγμένο από τα πολλά διπλώματά μου.
Το νυκτερινό τραίνο στου νου τον σταθμό
ξεφορτώνει κάθε βράδυ άχρηστες αναμνήσεις
από μέρες λειψές και σκέψεις μεθυσμένες.
Σαν φύγει , χαράματα, οι ράγες που εξατμίστηκαν
ρυτίδες στο πρόσωπο του μηχανοδηγού.
(Ηράκλειο, χειμώνας 2009)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ, Συλλογή «Άσπρα Σπίτια»
Κόκκινο κραγιόν
Αυτό το κραγιόν
Το πήρα για το σπίτι
Δεν ταξιδεύει στην τσάντα
Με σκόρπιες κάρτες προσώπων δημοσίων
Αγνώστων μεταξύ τους
Κοκκινίζω τα χείλη μόνο και μόνο
Για να δω κραγιόν να μένει στο ποτήρι
Με το ουίσκι και τον πάγο
Τζάμπα πολυτέλεια
Απολαμβάνω μόνη
Ενώ η φωνή απόψε αέρας
Ανήσυχη αλλά ασφαλής
Στην αξιοπιστία των κλασικών
Εδώ στη σοφίτα της ξενιτιάς
Με τις μινιατούρες σαμπουάν
Θα ‘θελα να είχα το μαγικό ραβδί
Να ερχόταν στη φωνή μου
Οι φωνές των φίλων
Όσων άφησα πίσω
Επειδή βαρέθηκα
Ταυτοπροσωπίες
Προσλήψεις της πλάκας
Ασύμβατες
Δεν παιδεύει η πόλη
Αλλά η γλώσσα
Ενσωματωμένα αισθήματα
Επιφωνήματα διασποράς
Αλλιώτικα εδώ από εκεί
Θυμίζουν μοναξιά
Στον άλλο τόπο και στο σώμα
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΡΡΕ, Συλλογή «Ο Μονόκερως και η Ψύχωση»
ΑΔΑΚΡΥΣ
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα
Στους ομφαλούς της πάχνης μιας μόνο νύχτας
Που ο νεκρός θ’ αποφασίσει ν’ αποβάλλει
Από την πλάκα του την βλέννα του σαλιγκαριού
Απ’ το φυτίλι του τη μίτρα ενός φωτός άγνωστου
Βγαλμένο από το μαύρο λάδι, τη στάχτη του ολολυγμού.
Θ’ ανθίσει ένας άνεμος στο ποτήρι της πρώτης αυγής
Δροσερός σαν τον βροσαντίτη
Το πένθος της παλιάς πόλης θα ‘ναι το σπάργανο
Το χερούβ που εξημέρωσε το λεπρό μεσσία
Και πέρασε σαν το σοφό που διαβάλλει τα ήθη
Υπερήφανα, αλλά ως το θάνατο, στην ήβη της εξορίας
Κανείς στη μεγάλη χώρα δεν πεθαίνει μονάχος
Παιδί στα ψυχρά πατώματα της πλατίνας, γερμένο στον πλούτο
Δε θα θελήσει τ’ αδιαπέραστα χαλιά της Νινευή
Για να πλαγιάσει γυμνό μετά το παιχνίδι
Τα νερά της μεγάλης χώρας θα ‘ναι δικά μας
Στ’ ανοιχτά φύλλα της αμνηστίας θ’ αποθέσουμε τα ωάριά μας
Και θα περάσει από πάνω τους διάφανος ιχθύς
Ανύσταγη αυτή η γυναίκα που ποτέ δε φανταστήκαμε
Θ’ αδημονεί να φανούμε μπροστά απ’ τα τείχη της χώρας
Θα περπατάμε πίσω από το φοίνικα
Θα καταρρέουν οι σατραπείες των ευνουχισμένων πατέρων ·
Στις σκληρές πλάκες της αιώνιας γης
Θα ναυαγούν οι πόθοι του φόβου
Όποιος φοβάται θα είναι αυτός που δε θα ‘χει βρει
Ακόμη τα πόδια για τη μεγάλη χώρα
Και στο στεγανό νου θ’ αφροδισιάζει
Νικηφόρος ο χρόνος με το βρεφικό του ανάστημα.
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα
Που κραδαίνει η πιο εφηβική μας φαντασία
Τυλιγμένη γύρω από το χέρι της ωρίμανσης
Σα ξίφος συνάμα από σίδερο κι ατσάλι
Τόσο βαρύ για τη θνητότητα, τόσο ανάλαφρο
Για ό,τι μέσα μας δεν γράφηκε
Στο εφήμερο ποινολόγιο της σαρκός.
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα.
ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, Συλλογή «Ατραπός και μία άνοιξη»
Στον Λιγοστό ανείπωτο
Τα νοητά χρυσάνθεμα
στο πνεύμα του πράσινου
του χλωμού , του μεταξένιου
από λαμπρότητα σε λαμπρότητα
των νεφών
από απρόσκοπτα μπαλκόνια
παιδιόθεν
από διμέτωπες πεταλούδες
από στέρνες
διαδήματα πουλιών
στον Λιγοστό ανείπωτο
επέζησαν
ξεσκολίζοντας το μέσα
μανιτάρι του
κι οργανώνοντας το φεγγάρι.
Τόση υπέρθεση
που περιστέρια πετούν
ακουμπώντας στον ώμο τους
τον αχθοφόρο χρόνο
Κι αυτός ελλανοδίκης
ελλιποβαρής, αντικείμενος
αυτόπτης
την ουράνια διαπλέει
κατάργηση.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΡΙΑΖΑΚΗΣ, Συλλογή «Eπίπεδη σφαίρα»
Κλέφτης (δ΄προσέγγιση)
Ανήκει σ’ένα περιθώριο.
Ανα τακτά χρονικά διαστήματα
ακούει ένα αγκομαχητό που περισσεύει
ανάμεσα στα πλευρά σου και την ανάσα της.
Ανήκει στο ακραίο εκείνο όριο
που και μια απλή και μόνο υπόνοια
μετατρέπεται σε αξίωμα και αυταπόδεικτη αλήθεια
απ’τον ήχο που κάνουν οι κλειδώσεις σου όταν σπάνε.
Ανήκει στο λούμπεν προλεταριάτο των παραισθήσεων.
Περιμένοντας με την μανία της καταρρακωμένη απ’το τικ-τακ
ενός καρφωμένου στον τοίχο ρολογιού να πάει δώδεκα, να σ’ακούσει
να πλησιάζεις με τις λασπωμένες σου μπότες να σκάνε στο οδόστρωμα.
Να σ’ακούσει να σκαρφαλώνεις απ’τις υδρορροές,
να σ’ακούσει να κρεμιέσαι απ’τα μπαλκόνια και τις σκεπές,
να σ’ακούσει να τσακίζεις με το λοστάρι σου τις πόρτες και τα παράθυρα,
εσένα, που δεν αφήνεις τον άνεμο να σε παρασύρει,
την βροχή να σε καταλάβει,
κλέφτη.
Και ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να ζει
σ’ένα σπίτι από ζαχαροκάλαμα και ζελεδάκια,
την εξαπάτησες, κλέφτη. Δεν ήρθες ποτέ.
Και τώρα ανήκει σ’ένα περιθώριο.
Κάτι που καταντά αυτοκτονικά βαρετό,
-θα δεις- και εντός σου.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ, Συλλογή «Οι απέναντι»
οι απέναντι .
ως εγωισμός μετρήθηκε
η έγνοια
για το ευτελές του δωματίου μέγεθος
και το βρώμικο των τοίχων
όταν ο φακός
συνέλαβε
τους απέναντι .
post-it
Ασημάδευτες που φεύγουν οι Πέμπτες
Μήτε ένα τόσο δα σημάδι στο σώμα τους να μαρτυράει:
σήμερα αγαπήθηκα
και πιο κάτω:
σήμερα αγάπησα
Θάναι που σώθηκαν τα post-it
από το βιβλιοπωλείο της γωνίας
Σε αναμονή της επόμενης παραγγελίας…
ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΜΙΝΟΥ, «Γενικές Δοκιμές της δεσποινίδος ΑντίγιαΩμέγα (μια τράπουλα)»
17. τα παιδικά χρόνια της δεσποινίδος ΑντίγιαΩμέγα
Η Σύλβια Πλαθ έβαλε το κεφάλι της στο φούρνο. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι αυτό σήμερα. Όταν ήμουν μικρή και διάβασα τη βιογραφία της, δεν ήξερα ότι υπήρχαν φούρνοι που δουλεύουν με γκάζι. Νόμιζα ότι η Σύλβια ξύπνησε το πρωί ελαφρώς εκνευρισμένη, έστειλε τα παιδιά στο σχολείο με το κολατσιό τους, και πριν ακόμα πιει καφέ, έκοψε το κεφάλι της, το έβαλε στο φούρνο με πατατούλες, ρίγανη, μουστάρδα, το σιγοέψησε στους 180° για κανένα δίωρο, και το σέρβιρε για μεσημεριανό στον κουρασμένο άντρα της μόλις γύρισε από τη δουλειά. «Μια τρίχα στο φαγητό», είπε ο Τεντ. Η Σύλβια όμως δεν είχε πλέον αυτιά για να τον ακούσει. Η συνταγή είχε πετύχει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΛΕΤΗΣ, Συλλογή «Τι μου απαγόρευσε η Ηγουμένη»
ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΠΡΑΣΟ ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ Η ΑΓΚΙΝΑΡΑ
(Καντρίλια για τέσσερα ζευγάρια και ένα σολίστα)
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Ο παππούς που έφαγε όλα τα λουκούμια
και τίναζε με μανία από πάνω του τη ζάχαρη
Στροφή από χαβάγια για μια ζωή άχαρη
Έκανε κι έχασε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Η ανθοπώλις που είδε στο δρόμο το παιδί της
να αποκαλεί μια άγνωστη γυναίκα «μητέρα»
Ρεμπέτικο σε υπόγειο χωρίς καθόλου αέρα
Άκουσε κι έπεσε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Ο ζιγκολό που πέταξε το μπουρνούζι
κι άλειψε το σώμα του με αρωματικό λάδι
Τανγκό επαναλήφθηκε ερωτικό σαν χάδι
Άστραψε κι έκλαψε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Η δασκάλα που επέστρεψε τα δώρα του αρραβώνα
κι ορκίστηκε να μείνει για πάντα της παρθένα
Μοιρολόι μάταιο για ένα αφανή υμένα
Έπαιξε κι έκλεισε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Ο φούρναρης που σκύβει να ζυμώσει το ψωμί
και νοιώθει ότι ο κηλεπίδεσμος του λύθηκε
Μια νοσταλγική μαντολινάτα ξεχύθηκε
Έφτιαξε κι έσβησε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Το κοριτσάκι που βρίσκεται στο χειρουργείο
για να του βάλουν μια καρδιά κυνοπίθηκου
Σουξέ ενός ρεπερτορίου καλλιτεχνικά ανήθικου
Άφησε κι έβγαλε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
O μοτοσικλετιστής που βγάζοντας την κάσκα
παρασύρει μέσα της και ένα περουκίνι
Στην οθόνη ξένη τραγουδίστρια με μπικίνι
Έκατσε κι έπιασε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Η ιερόδουλος που φωνάζει στο ταμείο
απαιτώντας να της περαστούν αμέσως οι τόκοι
Ασήκωτο ζεϊμπέκικο σε άγριο μεθοκόπι
Άνοιξε κι έδεσε
Είμαι το πράσο και είσαι η αγκινάρα
Ο χορευτής που πάσχει από ανορεξία
για το φόβο χρήσης ορμονών στα ζαρζαβατικά
Εξόδιος ακολουθία με εγκώμια πολυφωνικά
Έδωσε κι έκοψε
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ, Συλλογή «Ο δρόμος πάντα»
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ
Μπορώ να σ’ ακούσω
φωνή παραλλαγμένη
μέσα απ’ τ’ ακουστικό
φωνή διαλυμένη
σε ψηφία και ψέμματα
Κλείνοντας τα μάτια
δεν ήμουν εγώ
(πόσο λίγο ένιωθα)
Κι η καρδιά μου σε άγνωστη ηλικία
Μπορώ να σ’ αδράξω
κυμάτισμα ίσκιου φλόγινο κυμάτισμα
χλωμό κρασί μισητό άθυρμα
ριπές τώρα
μέσα απ’ τ’ ακουστικό
ας μην καταλαβαίνω πια
γέλιο ή κλάμμα
μπορώ να σ’ ακούσω
αγαλματένια αναπόληση
Κλείνοντας τα μάτια
δεν ήμουν εγώ
ΧΑΡΑ ΣΑΡΛΙΚΙΩΤΗ, Συλλογή «Φανταστικοί τόποι»
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΟΧΙ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ.
Ένας κομήτης σε ευνοϊκή τροχιά, θα ήταν τώρα μια ευχάριστη έκπληξη για μας.
Καί τι πιό λογικό από το να προσδεθούμε στη θυσανωτή ουρά του.
Αφού είναι βέβαιο πως στο επόμενο πέρασμά του θα βρισκόμαστε κάπου αλλού.
Τα κλαδιά είναι από σινική μελάνη.
Στη θέση των φυλλωμάτων κάποιος τοποθετεί καινούρια αστέρια
Είναι ο ίδιος πού γυρίζει τις σελίδες με κλειστά μάτια.
Πού και πού οι κόρες τών ματιών του διαστέλλονται και αρχίζει να διαβάζει.
Βλέπει εκεί το σχήμα τών χεριών του
Και όσες πράξεις και γεγονότα είχε διώξει με ένα νεύμα.
Τώρα επιστρέφουν μαζί με τα καινούρια άνθη τής γαζίας.
Ο κομήτης είναι το αναπάντεχο φώς, σκέφτεται
Οι σελίδες το δίχτυ ασφαλείας.
ΑΝΝΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Συλλογή «Βαβέλ για δύο»
Σπλαχνικό
Με τις αναθυμιάσεις της οδύνης ακόμη νωπές,
καθώς αραιώνει σταδιακά το σκοτάδι,
κι ακτίνες εισχωρούν στις βαθύτερες φωλιές,
το σώμα μού υπαγορεύει μιαν αλήθεια σα χάδι:
Η πιο γλυκιά ανάμνηση είναι αυτή του πόνου
με τη βεβαιότητα ότι είναι πίσω μας
και την ελπίδα πως δε θα ξανάρθει.